θεοπασχίτης

θεοπασχίτης
θεοπασχίτης, ὁ (Μ) [θεοπασχία]
οπαδός θρησκευτικής αίρεσης, η οποία υποστήριζε ότι η θεία φύση τού Σωτήρα έπαθε, δεινοπάθησε κατά τη σταύρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεοπασχίανος — θεοπασχίανος, ὁ (Μ) [θεοπασχία] ο θεοπασχίτης* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”